- γεωμόρος
- γημόροςPLond.ined.masc nom sg (attic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
γεωμόρος — ο, η (AM γεωμόρος, Α και γημόρος και γαμόρος) αυτός στον οποίο ανήκει μερίδιο γης, ο κληρούχος, ο κτηματίας αρχ. 1. πληθ. oἱ γεωμόροι α) (στην Αθήνα) αυτοὶ που αποτελούσαν τη μέση γεωργικὴ τάξη (σε αντίθεση και με τους ευπατρίδες* και με τους… … Dictionary of Greek
γαμόρος — ο βλ. γεωμόρος … Dictionary of Greek
γεωμορία — γεωμορία, η (Α) [γεωμόρος] 1. τμήμα γης 2. η γεωργία 3. η συγκομιδή 4. διανομή τής γης … Dictionary of Greek
γεωμορικός — γεωμορικός, ή, όν (Α) [γεωμόρος] ο γεωργικός … Dictionary of Greek
γεωμορώ — γεωμορῶ ( έω) (Μ) [γεωμόρος] καλλιεργώ, περιποιούμαι τη γη … Dictionary of Greek
γεωμόριον — γεωμόριον, το (Μ) [γεωμόρος] 1. το γεώμορον 2. μέρος καλλιεργημένης γης … Dictionary of Greek
γεώμορο — και γήμορο, το (Μ γεώμορον και γήμορον) [γεωμόρος] το ποσοστό τής συγκομιδής το οποίο δίνει ως μίσθωμα ο καλλιεργητής (σέμπρος) στον ιδιοκτήτη αγρού ή κτήματος … Dictionary of Greek
γη — Γ. ονομάζεται γενικά το έδαφος πάνω στο οποίο κατοικούμε (ετυμολογείται από το αρχαίο γαία). Με ευρύτερη έννοια, ορίζεται επίσης η οικουμένη, ο επίγειος κόσμος, η επιφάνεια του εδάφους. Γ., όμως, ονομάζεται κυρίως ο τρίτος πλανήτης του ηλιακού… … Dictionary of Greek
γημόρος — ο (Α) βλ. γεωμόρος … Dictionary of Greek
ԲԱՇԽԱԿԻՑ — (կցի, ցաց.) NBH 1 438 Chronological Sequence: Unknown date ա.գ. γεωμόρος, ὀ σύν νομή agricola, colonus, habens portionem Կցորդ բաժնի երկրի. վիճակակից ʼի սահմանս անդաստանաց. *Սահմանակիցք իսկ, եւ բաշխակիցք՝ զայլս վանելով: Այր, եւ վիճակ բաշխակից.… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)